- ξενοδοχείου
- ξενοδοχεῖονplace for strangers to lodge inneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζαλίκογλου, Γρηγόριος — (Θεσσαλονίκη 1776 – Παρίσι 1827). Λόγιος και ιδρυτικό μέλος της πατριωτικής οργάνωσης Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο. Τα νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Βουκουρέστι όπου μαθήτευσε κοντά στον Λάμπρο Φωτιάδη και στον Μανουήλ Τενέδιο. Το 1802,… … Dictionary of Greek
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
θυρωρείο — το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός] νεοελλ. ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου μσν. αρχ. το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το… … Dictionary of Greek
καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»] … Dictionary of Greek
κουριέρης — και κουριέρος και κουρριέρης, ο 1. υπάλληλος πρεσβείας που μεταφέρει εμπιστευτικά έγγραφα 2. ταχυδρόμος 3. ειδικός υπάλληλος ξενοδοχείου που εκτελεί διάφορες εξωτερικές υπηρεσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. courrier < ιταλ. corriere < λατ. curro… … Dictionary of Greek
ξενοδοχοϋπάλληλος — ο, η υπάλληλος ξενοδοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξενοδόχος + υπάλληλος] … Dictionary of Greek
ξενοδόχος — ο, η (ΑΜ ξενοδόχος) (νεοελλ. μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου αρχ. αυτός που περιποιείται τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο δόχος] … Dictionary of Greek